- πλήκτρο
- Μέρος του μηχανισμού ορισμένων μουσικών οργάνων (πιάνο, κλαβεσέν, εκκλησιαστικό όργανο κλπ.), που, με την πίεση του δαχτύλου ή του ποδιού (οπότε λέγεται ποδόπληκτρο), κινεί ένα σύνολο μηχανικών συνδυασμών, με αποτέλεσμα την εκπομπή ήχων ορισμένο κάθε φορά τονικού ύψους, που παράγονται είτε από την κρούση ή τσίμπημα μιας χορδής (πιάνο, κλαβεσέν κλπ.) είτε από την πλήρωση με αέρα μιας ορισμένου μήκους και πάχους ηχητικής στήλης (εκκλησιαστικό όργανο).
* * *το / πλῆκτρον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πλᾱκτρον, Α1. μεταλλικό, ελεφάντινο ή από άλλη ύλη όργανο με το οποίο πλήττει, χτυπάει ο μουσικός τις χορδές έγχορδου οργάνου, πέννα (α. «το πλήκτρο τού τυμπανου» β. «τὰν καλλίφθογγον κιθάραν ἐλαύνων πλήκτρῳ χρυσέῳ», Ευρ.)2. ζωολ. το ισχυρό οστέινο νύχι τού κόκορα και άλλων πτηνών, που καλύπτεται από κερατίνη και εκφύεται από το ταρσομεταρσικό οστό («γένη δ' ἔνια τῶν ὀρνίθων ἔχει καὶ πλῆκτρα», Αριστοτ.)νεοελλ.1. βοτ. όργανα με μορφή πλήκτρου που εκφύονται στο εσωτερικό ορισμένων πετάλων2. καθένα από τα μικρά κομμάτια από ελεφαντόδοντο, έβενο ή άλλο υλικό που αποτελούν το πληκτρολόγιο οργάνου («τα πλήκτρα τού πιάνου»)3. ιατρ. σημείο που αποκαλύπτει την ύπαρξη επιφανειακού πνευμονικού σπηλαίουαρχ.1. κάθε αντικείμενο με το οποίο πλήττει, χτυπάει κανείς, όπως είναι το δόρυ, το μαστίγιο κ.ά. («δορὸς διχόστομον πλῆκτρον», Σοφ.)2. το κεντρί τής μέλισσας3. το κεντρί, το τέλσο τής καραβίδας4. το μέρος τής κεφαλής τού μηρού, με το οποίο πλησιάζει την κοτύλη5. ανάλογο οστό τών ζώων που βρίσκεται στα σφυρά6. κοντάρι για να σπρώχνει κανείς τη βάρκα προς τα εμπρός ή να τήν προσορμίζει7. η βουκέντρα8. κοντάρι με αγκίστρι στην άκρη9. μτφ. η οξεία ή επιθετική γλώσσα10. φρ. «πλῆκτρον πυρὸς κερανίου» — χτύπημα από κεραυνό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήσσω* + επίθημα -τρον (πρβλ. σφάκ-τρον, χάρακ-τρον)].
Dictionary of Greek. 2013.